- γονότυπος
- ο биол генотип
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γονότυπος — ο το σύνολο τών κληρονομικών ιδιοτήτων ενός οργανισμού οι οποίες περιέχονται στα χρωματοσώματα … Dictionary of Greek
γενότυπος — ο ο γονότυπος … Dictionary of Greek
γονίδιο — Διακεκριμένη κληρονομική μονάδα, διατεταγμένη σε γραμμική μορφή κατά μήκος των χρωμοσωμάτων, που καθορίζει τα χαρακτηριστικά ενός οργανισμού. Το καθένα από τα γ. είναι ο κληρονομικός παράγοντας, υπεύθυνος για κάποιο χαρακτηριστικό ή λειτουργία.… … Dictionary of Greek
κληρονομικότητα — Μεταβίβαση των χαρακτήρων ενός ατόμου στις επόμενες γενιές, η οποία πραγματοποιείται με τη σύζευξη των γεννητικών κυττάρων (γαμέτες) των γονέων και την ανάμειξη του γενετικού τους υλικού. Η μεταβίβαση αυτή ακολουθεί καθορισμένους νόμους, που… … Dictionary of Greek
φαινοαποκλίνων — ούσα, ον, Ν φρ. «φαινοαποκλίνον άτομο» βιολ. άτομο που αποκλίνει φαινοτυπικά από το πρότυπο, τον κυρίαρχο φαινότυπο τού πληθυσμού, εξαιτίας τού ότι ο γονότυπός του περιλαμβάνει ειδικούς γονιδιακούς συνδυασμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ.,… … Dictionary of Greek